Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

Νέος παθολογικός εχθρός που διαχειμάζει στα πλατάνια, εισήλθε στη χώρα μας το Φθινόπωρο του 2003. Η ασθένεια του «μεταχρωματικού έλκους του πλατάνου», που προκαλείται από το μύκητα Ceratocystis fimbriata f.sp. platani

Εντοπίσητκε πρώτη φορά στις Η.Π.Α. το 1935 και θεωρείται είδος της Βόρεια Αμερικής. Το παθογόνο έχει ξενιστές μόνο είδη πλατάνου. Η ασθένεια είναι καταστρεπτική και η πιο επικίνδυνη για τα πλατάνια ολόκληρου του κόσμου. Μεγαλύτερη ευαισθησία παρουσιάζουν τα νεαρά δέντρα στα οποία ο θάνατος μπορεί να έρθει σε διάστημα μικρότερο των 2 ετών. Τα μεγαλύτερα δένδρα μπορούν να επιβιώσουν για αρκετά χρόνια μετά την προσβολή τους από το παθογόνο, ωστόσο, ο θάνατος των προσβεβλημένων φυτών είναι αναπόφευκτος.
Χώρες όπως η Ιταλία και η Γαλλία έχουν υποστεί τεράστιες απώλειες. Στις χώρες αυτές εισήχθη από τις Η.Π.Α. κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου ενώ στην Ελλάδα ο μύκητα έχει εισαχθεί με πολλαπλασιαστικό υλικό, πιθανολογείται από την Ιταλία την κύρια χώρα εισαγωγής πλατανιών στη χώρα μας. Το μεταχρωματικό έλκος του πλατάνου (canker stain) Ceratocystis platani (Walter) Engelbrecht et Harrigton  αποτελεί μια μεγάλη απειλή για τα πλατάνια της χώρας μας αφού κάθε χημική αντιμετώπιση, όπως θα δούμε πιο κάτω έχει αποδειχθεί αναποτελεσματική.
Ο μύκητας

Ο μύκητας Ceratocystis platani είναι ασκομύκητας της οικογένειας Ophiostotomataceae της τάξης Microascales και προσβάλλει μόνο είδη πλατάνου. Ο ανατολικός πλάτανος που υπάρχει στην Ελλάδα και σε όλη την Νότιο-Ανατολική Ευρώπη (Platanus Orientalis) είναι ιδιαίτερα ευπαθής στο παθογόνο, σε αντίθεση με το δυτικό πλάτανο (Platanus Occidentalis) που απαντάται στη Βόρεια Αμερική και είναι περισσότερο ανθεκτικός. Εξ’ άλλου και ο σφενδαμόφυλλος πλάτανος (Platanus x acerifolia) που είναι φυσικό υβρίοδιο των δύο παραπάνω  παρουσιάζει ιδιαίτερη ευαισθησία. Ακόμα ο Platanos Racemosa (Πλάτανος της Καλιφόρνια) προσβάλλεται από τον παθογόνο μύκητα. 

Συμπτώματα
Η ασθένεια στην αρχή συνήθως εκδηλώνεται με την εμφάνιση αραιού, χλωρωτικού φυλλώματος και συμπτωμάτων μικροφυλλίας σε έναν ή περισσότερους κλάδους και στη συνέχεια επεκτείνεται σε ένα μεγάλο τμήμα της κόμης. Πολύ συχνά παρατηρείται μάρανση των φύλλων και στη ξήρανση του και νέκρωση ορισμένων κλάδων. Τα φύλλα κιτρινίζουν πρόωρα και μαραίνονται και έτσι μπορούν να διακριθούν από τα γειτονικά τους υγιή. Τα συμπτώματα αυτά παρατηρούνται συνήθως την άνοιξη και το καλοκαίρι, που οι ανάγκες του φυτού σε νερό είναι αυξημένες και η θερμοκρασία υψηλή. Σε αρκετές περιπτώσεις την άνοιξη, ένας κλάδος ή ολόκληρο το δένδρο μπορεί να μην αναβλαστήσει καθόλου, ή οι νέοι βλαστοί ξαφνικά μαραίνονται και νεκρώνονται λίγο μετά την έκπτυξη των οφθαλμών. Στους κλάδους και τον κορμό των προσβεβλημένων δένδρων παρατηρείται νέκρωση του φλοιού και δημιουργία ελκών. Ωστόσο, σε δένδρα με τραχύ φλοιό τα έλκη είναι δυσδιάκριτα και μόνο μετά από την αποκόλληση του φλοιού στο σημείο του έλκους καθίσταται εμφανής η νέκρωση στο εσωτερικό του φλοιού και στο σομφό ξύλο. Στο τμήμα του κορμού ή του κλάδου που δεν έχει νεκρωθεί, μετά την αφαίρεση του φλοιού παρατηρούνται στο σομφό ξύλο επιμήκεις λωρίδες, χρώματος κυανόμαυρου, οι οποίες έχουν σχήμα ελλειπτικό έως φλογοειδές. Το σχήμα τους εξαρτάται από τη διάταξη των ινών του ξύλου. Οι λωρίδες αυτές είναι το πλέον χαρακτηριστικό διαγνωστικό σύμπτωμα της ασθένειας και, μετά την αφαίρεση του φλοιού, μπορούν να παρατηρηθούν ακόμα και σε κορμούς ή κλάδους που δεν υπάρχει σαφής σχηματισμός έλκους. Σε εγκάρσια τομή του κορμού ή των κλάδων παρατηρείται μεταχρωματισμός του ξύλου με ακτινική διάταξη, που επεκτείνεται ορισμένες φορές μέχρι το κέντρο. Πολύ συχνά το προσβεβλημένο ξύλο σε ζώντα δένδρα αναδύει μια χαρακτηριστική μυρωδιά φρούτων (μπανάνας ή ανανά). Αρκετές φορές όμως, η μυρωδιά αυτή δεν ανιχνεύεται εύκολα, επειδή έχουν εισβάλλει άλλοι μικροοργανισμοί που έχουν αλλοιώσει το ξύλο.
Τα συμπτώματα στο ξύλο είναι εμφανή σε ζώντα προσβεβλημένα ή σε πρόσφατα νεκρά δένδρα, ενώ όταν έχουν μεσολαβήσει μεγάλα χρονικά διαστήματα μετά τη νέκρωση των δένδρων, τα χαρακτηριστικά του ξύλου έχουν αλλοιωθεί από την εισβολή ξυλοσηπτικών μυκήτων και άλλων μικροοργανισμών.
Φυσιολογία
Ο μύκητας αναπτύσσει περιθήκια στα οποία αναπτύσσονται οι ασκοί με τα ασκοσπόρια τα οποία έχουν χαρακτηριστικό σχήμα καπέλου. Εκτός από το εγγενές στάδιο, ο μύκητας αναπτύσσει ακόμη 3 στάδια αγγενών σπορίων: Κυλινδρικά ενδοκονίδια, δολιμορφικά (βαλεροειδή) ενδοκονίδια και παχύτοιχα αλευροκονίδια γνωστά ως χλαμυδσπόρια. Ο μύκητας αναπτύσσεται στο ξύλο του δέντρου, σχηματίζοντας αλευροκονίδια μέσα στα αγγεία του ξύλου. Εγγενή και αγενή   σπόρια παράγονται στην περιοχή του έλκους, σε σχισμές κάτω από τον φλοιό καθώς και στις τομές που δημιουργούνται από κοπή ή θραύση των κλάδων και του κορμού. Σπόρια αναπτύσσονται επίσης στο πριονίδι που παράγεται από την υλοτομία ή την κοπή προσβεβλημένων δέντρων. Ο μύκητας Ceratocystis platani είανι ιδιαίτερα ανθεκτικός και μπορεί να ζει σε νεκρό ξύλο έως δύο χρόνια. Ακόμη, τα σπόρια του μύκητα (αλευροκονίδια) μπορούν να ζήσουν και να μεταφέρονται στο νερό και στο έδαφος.
Τρόπος μετάδοσης:
Ως κυριότερος παράγοντας διασποράς του παθογόνου σε μεγάλες αποστάσεις θεωρείται ο άνθρωπος. Πολύ συχνά ο μύκητας μεταδίδεται σε υγιή φυτά με τα εργαλεία κλάδευσης και υλοτομίας. Τα σπόρια του μύκητα μπορούν να επιβιώσουν για πολλές μέρες επάνω στα εργαλεία, ιδιαίτερα όταν πάνω σε αυτά παραμένει πριονίδι από ασθενή δένδρα. Επίσης, τα μηχανήματα εκσκαφής, που χρησιμοποιούνται σε ποτάμια ή δρόμους με προσβεβλημένα δένδρα μπορεί να μεταφέρουν μολυσμένο χώμα ή κομμάτια προσβεβλημένου ξύλου και να δημιουργήσουν νέες εστίες προσβολής. Κίνδυνος διάδοσης του παθογόνου υπάρχει επίσης με τις εργασίες υλοτομίας ασθενών δένδρων, όταν αυτές δεν γίνονται με την απαιτούμενη προσοχή και επιμέλεια. Το πριονίδι που προκύπτει από την υλοτομία και τον τεμαχισμό των δένδρων μπορεί να μεταφερθεί σε μεγάλες αποστάσεις με τον άνεμο, με διερχόμενα αυτοκίνητα, ή ακόμα και με το νερό στα ποτάμια. Ο μύκητας παραμένει ενεργός στο νεκρό ξύλο για μεγάλα χρονικά διαστήματα, ίσως και περισσότερο από δύο χρόνια. Κατά συνέπεια, δένδρα τα οποία νεκρώνονται από την ασθένεια και δεν καταστρέφονται αποτελούν εστίες μόλυνσης. Στα ποτάμια και τους χείμαρρους η μετάδοση της ασθένειας γίνεται κυρίως με κορμούς και κλαδιά προσβεβλημένων νεκρών δένδρων, που σπάζουν και μεταφέρονται με το νερό δημιουργώντας νέες εστίες προσβολής. Επίσης, μέσα στο νερό είναι πιθανόν να μεταφερθούν σε μικρές αποστάσεις και σπόρια του μύκητα, τα οποία μπορούν να δημιουργήσουν νέες προσβολές από πληγές του ριζικού συστήματος. Σε κάθε νέα εστία προσβολής το παθογόνο επεκτείνεται στα γειτονικά δένδρα μέσω των αναστομώσεων των ριζών. Ένας άλλος τρόπος μετάδοσης του μύκητα σε νέες περιοχές είναι με τη μεταφορά μολυσμένου πολλαπλασιαστικού υλικού ή ξύλου από προσβεβλημένα δένδρα. Στην Ελλάδα, κατά πάσα πιθανότητα, ο μύκητας έχει εισαχθεί με φυτευτικό υλικό από την Ιταλία. Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί αθρόα εισαγωγή φυτών πλατάνου στην Ελλάδα. Η ασθένεια είναι ευρύτατα διαδεδομένη στην Ιταλία, που είναι ο κύριος εξαγωγέας φυτών πλατάνου στη χώρα μας. Ο μύκητας μπορεί επίσης να μεταδοθεί και με έντομα φορείς. Στις Η.Π.Α. έχουν αναφερθεί κολεόπτερα φορείς της οικογένειας Nitidulidae αλλά οι προσβολές με τον τρόπο αυτό είναι περιορισμένες. Άλλοι φορείς της ασθένειας μπορεί να είναι πουλιά ή ακόμα και τρωκτικά, αλλά δεν θεωρούνται ως βασικοί παράγοντες διάδοσης του παθογόνου.
Αντιμετώπιση
Επειδή η μεταφορά της ασθένειας γίνεται κυρίως ανθρωπογενώς, είναι δυνατόν να περιοριστεί η εξάπλωσή του με μέτρα πρόληψης. Την δεκατία του 1940 στις ανατολικές ακτές της Βορείου Αμερικής η ασθένεια είχε μεγάλη εξάπλωση η οποία ελαττώθηκε με φυτοπροστατευτικές μεθόδους. Στη χώρα μας θα πρέπει να αποτραπή η εξάπλωση του μύκητα και η άμεση καταστροφή των προσβεβλημένων δέντρων (κόψιμο και κάψιμο των προσβεβλημένων δέντρων). Για την αντιμετώπιση της ασθένειας συνιστάται να λαμβάνονται τα ακόλουθα μέτρα:
1.       Φυτουγειονομικοί έλεγχοι. Κατά τη διάρκεια της βλαστικής περιόδου (Απρίλιος – Οκτώβριος), θα πρέπει να γίνονται φυτουγειονομικοί έλεγχοι για τον εντοπισμό και την επισήμανση προσβεβλημένων δέντρων.  Σε περιοχές με λίγες προσβολές, ο τρόπος αυτός θα είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικός.
2.       Κόψιμο και κάψιμο των προσβεβλημένων δέντρων και μερών τους. Τα προσβλημένα δέντρα θα πρέπει να κόβονται και να ξεριζώνονται. Τα σημεία αυτά πρέπει να καταγράφονται για βραχυπρόθεσμους ελέγχους αφού θεωρούνται ύποπτα προσβολής των γειτονικών δέντρων. Τα  τμήμτα κοπής των προσβεβλημένων δέντρων θα πρέπει να καίγονται ή να ενταφιάζονται σε προεπιλεγμένα βάθη. Στα σημεία εκχέρσωσης θα πρέπει να γίνεται απολύμανση εδάφους. Όλα τα υλικά και τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για τον τεμαχισμό, την εκχέρσωση και τη μεταφορά θα πρέπει να αποπλένονται και να απολυμαίνονται κατάλληλα.  Για την απολύμανση του εδάφους χρησιμοποιούνται οι ουσίες 2-φαίνυλο-φαινόλη και τα τεταρτοταγή άλατα αμμωνίου. Αυτά τα απολυμαντικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για τα μηχανήματα μεταφοράς και υλοτομίας καθώς και για τα εργαλεία. Τα εργαλεία πριν την απομάκρυνση από το χώρο εργασίας θα πρέπει να απολυμαίνονται με εμβάπτισής τους σε διάλυμα υποχλωριώδες νάτριο 1% (20% χλωρίνης) ή 5% φορμόλης ή μετουσιομένης αιθυλικής αλκοόλης (πράσινο οινόπνευμα) 50%.
3.       Χημική Μέθοδος Αντιμετώπισης. Όπως αναφέραμε στην εισαγωγή, οι χημικές μέθοδοι αντιμετώπισης με τη χρήση μυκητοκτόνων έχουν κριθεί αναποτελεσματικές. Στη Γαλλία χρησιμοποιείται η χρήση ζιζανιοκτόνων ((glyphosate)  για την ξήρανση των άρρωστων δέντρων για τη διακοπή εξάπλωσης του μύκητα δια μέσου των ριζών.
4.       Χρησιμοποίηση υγειούς πολλαπλασιαστικού υλικού. Η αθρόα εισαγωγή μοσχευμάτων πλατανιών από ξένες χώρες αυξάνει τον κίνδυνο νέας εισαγωγής προσβεβλημένων φυτών και διασποράς της ασθένειας σε διάφορες περιοχές. Έτσι θα πρέπει να γίνεται έλεγχος όλων των φυτών που εισάγονται από τις ευρωπαϊκες χώρες που υπάρχει η ασθένεια. Ομοίως τα Ελληνικά φυτώρια που παράγουν πλατάνια θα πρέπει να τηρούν ελέγχους για την ύπαρξη της ασθένειας και να αναπτύσσονται σε περιοχές που δεν έχει παρατηρηθεί ο μύκητας.
5.       Ανθεκτικά φυτά. Στην Γαλλία έχουν πραγματοποιειθεί τεχνητά υβρίδια πλατάνου με τη διασταύρωση  αμερικάνικου πλάτανου (Platanus Occidentalis) με τον ανατολικό πλάτανο (Platanus Orientalis) τα οποία είναι ιδιαίτερα ανθεκτικά στον μύκητα. Αν αυτά τα πλατάνια καταφέρουν να προσαρμοστούν στις ελληνικές συνθήκες τότε θα μπορέσουν να αντικαταστήσουν ένα μέρος των ήδη προσβεβλημένων δέντρων, σε καμία περίπτωση όμως δεν θα μπορέσουν να αντικαταστήσουν τα υπεραιωνόβια δέντρα στην παραποτάμια βλάστηση της χώρας.
Στοιχεία από: http://efe.aua.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου